- κατάθερμος
- κατάθερμοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάθερμος — κατάθερμος, ον (AM) πολύ θερμός μσν. μτφ. πολύ ερεθισμένος … Dictionary of Greek
κατάθερμα — κατάθερμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
καταθερμαίνω — θερμαίνω (Α) [κατάθερμος] θερμαίνω υπερβολικά … Dictionary of Greek